05037

«Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου»
Ὁ Κύριος σταματᾶ πρὸς στιγμὴν τὴν ὑψηλὴ διδασκαλία Του περὶ τοῦ «ζῶντος ὕδατος» γιὰ νὰ ἔρθει σ’ ἕνα ζήτημα ἄμεσα προσωπικὸ τῆς Σαμαρείτιδος. Δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ διακόψει τὴν συζήτηση, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξυπνήσει μιὰ συνείδηση ποὺ μένει ναρκωμένη. Γιὰ νὰ μπορέσει ἡ γυναίκα νὰ δεῖ τὶς μεγάλες ἀλήθειες, ποὺ σὲ λίγο θὰ τῆς ἀποκαλύψει. Ἐκείνη, κάπως ταραγμένη, ζητεῖ νὰ ἀποφύγει τὴν ὁμολογία. Καταφεύγει στὴν ἀσάφεια: «Ἄνδρα οὐκ ἔχω», ἀπαντᾶ, ἀφήνοντας μᾶλλον νὰ νοηθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἦταν ἀνύπαντρη ἢ χήρα. Ὅμως ὁ Χριστὸς ἐπιμένει. Μὲ λεπτότητα, ἀλλὰ καὶ σταθερότητα ἀγγίζει τὸ τραῦμα τῆς ψυχῆς ποὺ παρὰ τὰ σφάλματά της διψᾶ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ τὸ θεραπεύσει. «Καλὰ εἶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες πῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ὁ ἄνδρας σου. Σ’ αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια».
Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἀργεῖ νὰ φτάσει στὴν ἰδιαίτερη πτυχὴ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ. Τὴν ἴδια τακτικὴ βλέπουμε καὶ στὸ διάλογό Του μὲ τὸν πλούσιο νεανίσκο (Λουκ. ιη’ 22). Προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια, στὸ βαθύτερο στρῶμα τῆς συνειδήσεως ἢ τῶν ὑποσυνείδητων κραδασμῶν.
Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνομιλήσουμε μὲ τὸ Χριστό, χωρὶς ἡ συζήτηση νὰ πάρει ἕνα χαρακτήρα καθαρὰ προσωπικό. Δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ μένουμε σὲ γενικότητες, σὲ θεωρίες. Σπρώχνει τὸ ἐνδιαφέρον στὴν ἄμεση πραγματικότητα, στὴ βασικὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς μας. Σὲ στιγμὲς οὐσιαστικοῦ διαλόγου ξεσκεπάζει διακριτικὰ τὴ συμβατικότητα τῆς ζωῆς μας καὶ ἀποκαλύπτει κάποια κρυφὴ πληγὴ ποὺ δὲν μποροῦμε ἐσαεὶ νὰ παραθεωροῦμε. Θέλει νὰ χύσει πλῆρες φῶς στὴ λανθάνουσα τάση ἢ συνήθεια, ποὺ δηλητηριάζει τὴν πνευματική μας ζωή. Ζητεῖ νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἁμαρτία ποὺ ἐμεῖς ἀπωθοῦμε στὸ σκοτεινὸ βάθος τῆς συνειδήσεώς μας, γιατὶ μόνο ὅταν τὴν δοῦμε κατάματα καὶ τὴ συνειδητοποιήσουμε, θὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει στὸν ἐσωτερικό μας κόσμο.
Συνήθως ὅμως ἀντιστεκόμαστε σ’ αὐτὴ τὴν προσέγγιση. Θὰ θέλαμε νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἀποκάλυψη. Σὰν τὴ Σαμαρείτιδα, ποὺ στὴν ἀρχὴ κατέφυγε σὲ μιὰ παραπειστικὴ ἀπόκριση. Γι’ αὐτὸ προτιμᾶμε νὰ μένουμε σὲ γενικὲς συζητήσεις περὶ Θεοῦ, περὶ ἀγάπης, πόνου καὶ καλοσύνης. Ἀπομακρύνουν οἱ πολλοὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται νὰ δείξει καὶ νὰ θίξει τὴν κρυμμένη προσωπική τους ἁμαρτία: Τὴν ἀδικία λ.χ. ποὺ ἔκαναν στὸ φίλο ἢ συγγενή τους, τὴν συκοφαντία ἐναντίον τοῦ συναδέλφου, τὰ πικρὰ λόγια, τὴν ἐκμετάλλευση τοῦ ἀδυνάτου κλπ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος ξέρει ὅτι «οἱ θρησκευτικὲς» συζητήσεις εἶναι ἀνώφελες ἂν δὲν συναισθανόμαστε τὸ προσωπικό μας ἁμάρτημα. Δὲν ἔχει καμμιὰ ἀξία νὰ πιπιλίζουμε μερικὲς χριστιανικὲς ἰδέες, ὅταν ἡ ψυχή μας δὲν εἶναι διατεθειμένη νὰ συμμορφωθεῖ μ’ αὐτές.